- Βιθυνίᾳ
- Βιθυνίᾱͅ , Βιθυνίηfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βιθυνία — Βιθυνίᾱ , Βιθυνίη fem nom/voc/acc dual Βιθυνίᾱ , Βιθυνίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιθυνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας, μεταξύ του Εύξεινου Πόντου, του Βόσπορου και της Προποντίδας στα Β, της Παφλαγονίας στα Α, της Μυσίας στα Δ και της Φρυγίαςστα Ν. Μορφολογικά αποτελείται από παράλληλες οροσειρές με… … Dictionary of Greek
Βιθυνία — η περιοχή της Μ. Ασίας, που βρίσκεται στην Προποντίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βιθυνίας — Βιθυνίᾱς , Βιθυνίη fem acc pl Βιθυνίᾱς , Βιθυνίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Вифиния — (Βιθυνία) ξбласть в Малой Азии, входящая ныне в состав двух вилайетов (или наместничеств) Турецкой империи: Кодавендшар западною частью и Кастамуни восточною. Населенная в глубокой древности бебринами, она называлась по имени их Бебринией, а… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Ιωαννίκιoς — (Βιθυνία 754; – μέσα 9ου αι.).Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Διακρίθηκε ως στρατιώτης στον πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων· όταν γύρισε στην Κωνσταντινούπολη, αρνήθηκε να δεχτεί τις τιμές και τα αξιώματα που του απέδιδαν για τις υπηρεσίες του … Dictionary of Greek
Βιθυνίαι — Βιθυνίᾱͅ , Βιθυνίη fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βιθυνίαν — Βιθυνίᾱν , Βιθυνίη fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… … Dictionary of Greek
Πριέπιος — και Πριέτειος και Πριέτηος, ὁ, Α ονομασία μήνα στη Βιθυνία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πρίετος ή Πρείετος, θεός στη Βιθυνία. Η λ. Πριέπιος πιθ. από σύγχυση τών τ. Πρίετος και Πρίαπος] … Dictionary of Greek